-
1 προβιβάζω
A- άσω D.C.58.23
, [dialect] Att. :— causal of προβαίνω, cause to step forward, lead on, τινα S.OC 180 (lyr.); ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; to what point, how far do you mean to carry us ? Ar.l.c.; τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν, Pl.Prt. 328a, X.Mem.1.5.1; ἕως Μακεδονίας τὴν ἀρχήν extend it.., D.H.1.3; push on,οὐδὲν ἠδύνατο π. τῶν ἔργων Plb.5.100.1
:—[voice] Pass., to be developed, improved, of machines, Hero Bel.74.4.2 push forward, advance, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (by building a wall) D.S.4.78; exalt,τὴν πατρίδα Plb.9.10.4
; τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς promote him, D.C.l.c.;δύναμιν Phld. Rh.1.40
S.3 teach, , cf. Plu.Cat.Mi.36 (dub.); put forward as a representative, Act.Ap.19.33 (v.l.):— [voice] Pass., to be instructed or egged on,ὑπὸ τῆς μητρός Ev.Matt.14.8
.II intr., = προβαίνω, Plb.10.44.1, Aristid.2.231 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβιβάζω
См. также в других словарях:
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek